ἔξορθος

ἔξορθος
ἔξορθος
upright
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έξορθος — ἔξορθος, ον (Α) όρθιος, στητός …   Dictionary of Greek

  • ἔξορθον — ἔξορθος upright masc/fem acc sg ἔξορθος upright neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόρθου — ἔξορθος upright masc/fem/neut gen sg ἐξορθόω set upright pres imperat act 2nd sg ἐξορθόω set upright pres imperat act 2nd sg ἐξορθόω set upright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐξορθόω set upright imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξορθώνω — (AM ἐξορθῶ, όω Μ και ἐξορθώνω) [έξορθος] 1. στήνω πάλι, επαναφέρω στην αρχική θέση μσν. νεοελλ. 1. πετυχαίνω, κατορθώνω 2. προετοιμάζομαι νεοελλ. 1. ετοιμάζω 2. διαλέγω 3. αναστατώνω, ξεσηκώνω μσν. 1. κατασκευάζω 2. κανονίζω, ορίζω 3.… …   Dictionary of Greek

  • εξορθώς — ἐξορθῶς (Μ) [έξορθος] επίρρ. ορθά, σωστά …   Dictionary of Greek

  • ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”